πεττικός — πεσσικός , πεσσικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσσικός — και πεττικός, ή, όν, Α [πεσσός] 1. αυτός που έχει σχέση με το παιχνίδι τών πεσσών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πεττική το παιχνίδι τών πεσσών … Dictionary of Greek